- ψυλλιάζω
- [псилльазо] р. покрываться блохами,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ψυλλιάζω — Ν [ψύλλος] 1. (αμτβ.) γεμίζω ψύλλους 2. (μτβ.) μεταδίδω ψύλλους σε άλλον 3. μέσ. ψυλλιάζομαι υποψιάζομαι («ψυλλιάστηκα ότι θα μού φάει τα χρήματα») … Dictionary of Greek
ψυλλιάζω — ψύλλιασα, ψυλλιάστηκα, ψυλλιασμένος 1. γεμίζω ψύλλους. 2. μεταδίδω ψύλλους σ άλλους. 3. υποψιάζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψύλλιασμα — το, Ν [ψυλλιάζω] 1. το αποτέλεσμα τού ψυλλιάζω 2. μτφ. υποψία … Dictionary of Greek
ψύλλιασμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ψυλλιάζω, η απόκτηση ψύλλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)